σκνιπῶν

σκνιπῶν
σκνῑπῶν , σκνιπός
niggardly
fem gen pl
σκνῑπῶν , σκνιπός
niggardly
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • мышьца — МЫШЬЦ|А1 (45), Ѣ (А) с. Предплечье, рука: самъ тъ. ѡ воли бл҃говольнѣи свою си ѡкръвавлѧѥть мышьцю. желѣзъмь прободъ. (τὸν... βραχίονα) ЖФСт XII, 124 об.; паче же и лѹкы ихъ [бесов] не съвѣдѧть. аще надѣютьсѧ лѹкомъ своимъ и мышьцею. съмѣрениѥмь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… …   Dictionary of Greek

  • σκνίπα — (plebotomus). Δίπτερο μυζητικό έντομο της οικογένειας των Ψυχωδιδών, γνωστό και με το όνομα φλεβοτόμος. Έχει μήκος σώματος 1,3 ως 3,5 χιλιοστόμετρα και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χνούδι. Τα θηλυκά τρέφονται με αίμα, που είναι… …   Dictionary of Greek

  • Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”